- ἐπανάχρεμψις
- ἐπανά-χρεμψις, εως, ἡ,A expectoration, ib. 17, 18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επανάχρεμψις — ἐπανάχρεμψις, η (Α) αποβολή, εξαγωγή φλεγμάτων με απόχρεμψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα χρεμψις «βήχας και εξαγωγή φλεγμάτων (< ανα χρέμπτομαι)] … Dictionary of Greek
ἐπανάχρεμψις — expectoration fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανάχρεμψιν — ἐπανάχρεμψις expectoration fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)